- αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση
- Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του αθηρώματος), διεισδύουν και εγκλωβίζονται κάτω από το επένδυμα των αρτηριών και προκαλούν φλεγμονή και ανάπτυξη ουλώδους ιστού. Μεγάλοι σχηματισμοί, γνωστοί ως αθηρωματικές πλάκες, αναπτύσσονται στις προσβληθείσες περιοχές. Αιματικοί θρόμβοι είναι δυνατόν να σχηματιστούν πάνω στις αθηρωματικές πλάκες, αν η επιφάνειά τους είναι ανώμαλη ή αν η αιματική ροή είναι βραδεία. Επιπλέον, το ασβέστιο προκαλεί σκλήρυνση των πλακών, με αποτέλεσμα τη σκλήρυνση των αρτηριών.
Dictionary of Greek. 2013.